παλαίγονος

παλαίγονος
πᾰλαίγονος
1 ancient

Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι O. 14.4

pro subs.,

μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.50


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλαίγονος — παλαίγονος, ον (Α) παλαιγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιγόνου — παλαίγονος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιγόνων — παλαίγονος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιγονία — παλαιγονία, ἡ (Α) [παλαίγονος] η αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”