- παλαίγονος
- πᾰλαίγονος1 ancient
Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι O. 14.4
pro subs.,μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι O. 14.4
pro subs.,μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παλαίγονος — παλαίγονος, ον (Α) παλαιγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
παλαιγόνου — παλαίγονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγόνων — παλαίγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγονία — παλαιγονία, ἡ (Α) [παλαίγονος] η αρχαιότητα … Dictionary of Greek